αγύναιος

αγύναιος
ἀγύναιος, ο (Α)
ο αγύναικος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄՈՒՐԻ — (րւոյ, րեաց.) NBH 1 0073 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա.գ. ὀ και ἠ ἅγαμος caelebs et innupta Անկին (այր), եւ Անայր (կին). չեւ ամուսնացեալ, կամ այրի մնացեալ. ազապ. ... *Ամուրեացն եւ այրեացն ասեմ. ՟Ա. Կոր. ՟Է. 8: Իսկ Յոբ. ՟Ի՟Դ. 21.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”